- εξάτοξος
- -η, -ο(για κτίσμα) αυτός που έχει έξι τόξα («εξάτοξη γέφυρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. ἑξάγραμμα) + τόξο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Παν. Κολοκοτρώνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάτοξος — η, ο (για γέφυρες), που έχει έξι τόξα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)